H ομιλία του δικηγόρου και Περιφερειακού Συμβούλου Νίκου Σκουλά στην 77η επέτειο του Ολοκαυτώματος των Ανωγείων
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Αξιότιμοι κύριοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, της Πολιτείας, της Αυτοδιοίκησης, της Δημόσιας Δύναμης και των φορέων. Αξιότιμοι καλεσμένοι, μνήμονες χωριανοί, κυρίες και κύριοι: Χρόνια πολλά και η ελευθερία να μας οδηγεί! Ευχαριστώ τον Δήμο Ανωγείων για την τιμή της σημερινής ομιλίας.
Ο Θουκυδίδης γράφει: “Δίχως ευψυχία, – ανδρεία δηλαδή –, ουδεμία τέχνη δεν είναι αρκετή απέναντι στους κινδύνους. Διότι ο φόβος πτοεί την μνήμη, η δε στρατηγική χωρίς το θάρρος είναι εντελώς ανώφελη”
Συμπίπτει ο εορτασμός του Ολοκαυτώματος των Ανωγείων φέτος με τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Θα θυμηθούμε τοπικούς ήρωες και δράσεις, παλαιόθεν. Θα μιλήσουμε για πρόσωπα. Όμως, πρωταγωνιστής είναι πάντα το σύνολο του χωριού. Αυτό που διαπνέεται από ελευθεροφροσύνη, δυναμισμό, διαρκή στέρηση αλλά και συμπόρευση με την πρόοδο. Τα γεννήματα του ευρύτερου ιδεολογικού και πολιτικού πεδίου αντανακλώνταν άμεσα στα Ανώγεια, από πάντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ ΣΤΑ ΔΥΟ ΠΡΩΤΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ.
Πάμε στις αρχές του 1800.
Η επιδίωξη δημιουργίας ελεύθερου ελληνικού κράτους είναι θέμα δικαιοσύνης απέναντι στην βίαιη, αναχρονιστική και απορυθμισμένη οθωμανική διοίκηση. Είναι θέμα προόδου. Εμπνέεται από τα διδάγματα της Γαλλικής και της Αμερικάνικης Επανάστασης, από τις συνθήκες της νεωτερικότητας. Είναι θέμα δυναμισμού του αναγεννημένου ελληνισμού. Ενός έθνους που έχει συνδεθεί με την Ευρώπη και πρωτοπορεί σε παιδεία, εμπόριο και ναυτοσύνη εντός της οθωμανικής επικράτειας.
Την άνοιξη του 1816 έρχεται στα Ανώγεια από τη Σμύρνη, ένας Τυλισσανός Φιλικός,ο Παναγιώτης Ζερβουδάκης. Φιλοξενείται και μυεί τον Περπυρή Μανουρά στην Φιλική Εταιρεία. Έπειτα, καλούν και ορκίζουν ως Φιλικούς τον Παπαδομανώλη Δακανάλη, τον Βασίλειο Σμπώκο, τον Σταύρο Νιώτη, τον Σταύρο Ξετρύπη, καθώς και τους Βασίλειο ή Αναγνώστη και Παπά Μιχάλη ή Ξώπαπα Σκουλά.
Ο πυρήνας των Ανωγειανών Φιλικών συντονίζονταν με τους δραστήριους της εθνικής υπόθεσης στην κεντρική Κρήτη. Τον Λόγιο στον Άη Θωμά, τον Λεράτο στα Βορίζα, τον Κουρμούλη στον Κουσέ και αργότερα τον Κόρακα στην Πόμπια. Ένας Σουλτάτος από τα Ανώγεια ειδοποίησε παλαιότερα τους Σφακιανούς για την απόδραση των επαναστατών του Δασκαλογιάννη από την φυλακή του Κούλε.
Η ελευθεροφροσύνη των ορεινών κρητικών δεν είναι μόνο θέμα ανδρείας. Οι πυρήνες ελευθερίας στα βουνά της Κρήτης επιβιώνουν λόγω γεωγραφίας και τοπίου. Ο πεδινός αγρότης υπόκειται στην γειτονική βία του Τούρκου. Η αντίσταση φέρνει την άμεση καταστροφή του. Ο ορεινός βοσκός αντιδρά και διαφεύγει. Η διαρπαγή του ποιμνίου του, αντικαθίσταται γρήγορα με πράξεις αντεκδίκησης ή με τα χαρισάρια των αλληλέγγυων.
Οι δυνάστες ασύδοτα, ασχημονούν και καταρρακώνουν κάθε στοιχείο ανθρωπιάς και ηθικής του υπόδουλου. Η ραγιαδοσύνη επιβάλλεται στα Ανώγεια από αυθαίρετους και ανήθικους Τούρκους που έρχονται περιστασιακά και προσβάλλουν την τιμή και την περιουσία των γηγενών.
Το καλοκαίρι του 1816, ο Ντερβίς Αγάς από τις Κούρτες, εμήνυσε ότι θα ερχόταν στ’ Ανώγεια να κλέψει την ωραία Φανή Αεράκη, την ημέρα του γάμου της, για να την κλείσει στο χαρέμι του. Ο Ντερβίσης έχει ήδη σκοτώσει τον πατέρα και ατιμάσει την αδερφή του Κωνσταντή Φραγκιαδάκη ή Λεράτου. Ο θιγμένος Βοριζανός τον περιμένει στην Νίδα συντροφιασμένος με τους Ανωγειανούς Φιλικούς. Αφότου τον εξόντωσε, κατεβαίνουν στο γάμο της Φανής και χαρίζει στην νύφη το μουστάκι του Ντερβίση. Και ο Λεράτος παντρεύεται την κόρη του Νικόλα του Βρέντζου.
Ξεσπά η επανάσταση του 1821. Ορκίζονται οι Ανωγειανοί, σηκώνουν σημαία στο “Λενικό”, και μπαίνουν στον αγώνα. Η πρωτεύουσα δράση ανήκει στον αρχηγό Σμπωκοβασίλη που δρα με εθνικό σχέδιο.
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1823 σε μάχη στην Γιόφυρο Ηρακλείου, σκοτώνεται ο Παπαδομανώλης ο Δακανάλης, ο Φιλικός. Ακούσετε την δύναμη κάποιων στίχων από το τραγούδι του:
“Αφουκραστήτε να σας πω τέσσερα πέντε λόγια
για το Μανώλη του Παπά να λέτε μοιρολόγια.
Όλοι οι καλοί εποθάνανε, όλοι οι καλοί αντριωμένοι
μα σαν τσοι γιους τση παπαδιάς δεν ήσαν ξακουσμένοι.
Μιαν ταχινή σηκώνεται πλύνεται και καθίζει
και με πετσέταν ακριβή τα μάθια ντου σφουγγίζει.
Βάλε μας μάνα μια ρακή φέρε μας και καρύδια
με τ’ αγαδάκια σήμερο θα ν’ έχουμε παιγνίδια.
Γιέ μου βλέπε τη νιότη σου συντήρα τη ζωή σου
δεν έχω αλλού τα θάρρη μου μόνο σε ένομή σου
Κάτω στον πόρο τ’ Αρμυρού τα παίξαν τα παιγνίδια
στην Γιόφυρο ‘πο μεσοθειό τα σπάσαν τα καρύδια.
Τα μπαϊράκια επήρανε και πήγαν στο κονάκι
κι η μάνα ντου έφταξεν ‘κειδά σε ώρα μια λιγάκι.
Ίντα μου τονε κάμετε εμέ το γλακιχτή μου
τον τουρκοφάγο, τον ντελή και τον πολεμιστή μου;
Λώ πως τονε σκοτώσανε και σεις δε μου το λέτε
τση μαύροκακορίζικης πάντιμως σεις μου φταίτε;
Άχι και πως να σου το πω βράζει η καρδιά μου βράζει
γιατί τονε σκοτώσανε πιο μέσα που του Γάζι.
Και σύρνει η μαύρη μια φωνή και το χωριό εμαζώχτη:
Μανώλη μου, Μανώλη μου την ακριβή σου νιότη!
Πού ‘ναι Μανώλη οι κεφαλές οι τρεις που θελα φέρεις
και γέλασές με σήμερο και μένα δε με παίρνεις;
Σώπασε κερά παπαδιά μα εσκότωσε τριάντα,
τριάντα Τούρκους διαλεχτούς και τσοί ‘φηκε στην μπάντα.
Άφησε και παραγγελιά να πουν του πεθερού ντου
να παν τα κοκαλάκια ντου μαζί με τ’ αδερφού ντου.
Στην πια καλύτερη γιαλιά να παν τα πρόβατά ντου
και στου Σκοινάκου την κορφή τα στειρομάρωπά ντου.
Λέρια να τωνε βάλουνε ασημογανωμένα
γιατί με κόπο τα ‘χενε και ίδρο καμωμένα”.
Αυτή η αδάμαστη αριστεία, αυτή η ριζωμένη στην φύση και στην ψυχή εντοπιότητα, δεν μπορεί παρά να δικαιωθεί. Και μόνο από τον ψυχισμό του στιχουργού, είναι αδιαπραγμάτευτα φανερό ότι η ελευθερία θα έρθει. Τι κι αν οι Τούρκοι του Σερίφ κάνουν το πρώτο ολοκαύτωμα των Ανωγείων το 1822; Ο αγώνας συνεχίζεται. Κάποιοι από τους Φιλικούς μας πολεμούν δίπλα στον Κολοκοτρώνη και τον Καραΐσκάκη μετά την ύφεση της επανάστασης στην Κρήτη.
Όλο τον 19ο αιώνα, έρχονται οι δυνάστες της περιοχής με σχέδιο περιορισμού και καταφρόνιας των ραγιάδων. Και οι Ανωγειανοί όμως έχουν σχέδιο και απαντούν συντονισμένα.
Ο Σταύρος ο Νιώτης σκοτώνει τον Ασάν Αγά στου “Φονιά τον ποταμό” γιατί προσέβαλε την αδερφή του, την Αγάπη. Φυγοδικά και κάνει δολοφονικές ενέδρες στον Στρούμπουλο μαζί με τον Σπινθούρη, τον Ξετρύπη και τον Γιάννη Παντερή ή Παλμέτη από το Καμαράκι, δίπλα στις Γωνιές.
Είμαστε στο 1830. Ο Καποδίστριας ζητά να συμπεριληφθεί η Κρήτη στο νέο ελληνικό κράτος. Ο Σουλτάνος, για να σβήσει τις εστίες αντίστασης, τους δίνει χάρη για να μετοικήσουν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Αυτή την περίσταση αφορούν οι στίχοι:
“Αφήστε τονε να περνά ‘που των Χανιώ την πόρτα
και να φορεί και τ’ άρματα καθώς τα φόριεν πρώτα.
……………………………………………………………………
Περνά την πόρτα των Χανιώ και πάει στο λιμάνι
και τα φορεί στην μέση του τ’ άρματα του Ασάνη”.
Ακόμα σήμερα τους λέει ο λυράρης στους ανωγειανούς γάμους. Και τότε , οι γλεντηστάδες εξεγείρονται και αλλοφρονούν. Οι χωριανοί, με καίρια όσμηση, πάντα γλεντούσαν βουτηγμένοι στην ιστορικότητα και την ελευθεροφροσύνη. Διότι τα αισθήματα δεν αλλάζουν.
Το 1833, ενόψει της παράδοσης της Κρήτης στην Αίγυπτο του Μεχμέτ Αλή, οι Κρητικοί εξεγείρονται. Το κίνημα των Μουρνιδών, όπως ονομάστηκε, καταπνίγεται με απαγχονισμούς. Από τα Ανώγεια, κρεμιέται στον πλάτανο του Ρεθύμνου ο παπά Γιάννης Σκουλάς.
Ακούστε στίχους:
Να ΄χε μαυρίσει ο ουρανός, να βούλιαζεν η ώρα
όντεν εμπήκεν ο παπάς ο Ανωγειανός τη χώρα.
Εβγήκε στο συμβούλιο, ως έβγαινε και πρώτα
κι άρχιξε ο σκύλος ο πασάς ευθύς και τον ερώτα.
Ίντα ‘κανες παπά Γιαννιό τόσον καιρό στ’ Ανώγεια
κι έκουσα πως αρμάτωνες και τσοι βοσκούς στ’ αόρια;
Εδώκασίν του ένα καφέ κι ένα μακρύ τσιμπούκι
με μαργιολιά του βάλανε την συρταριά οι Τούρκοι.
Κι όντεν τονε πηγαίνανε να πα τονε κρεμάσουν
εστράφηκε στον ουρανό κι είπενε: “Θε μου, ξά σου!”
Άχι αδερφέ Αναγνώστη μου και να ‘πεμπα ένα γράμμα
στα μαυρισμένα μου παιδιά και στην καημένη μάνα.
Ένα δασκάλι επρόβαλε στην πόρτα να πορίσει
κι είδεν τονε και εκρέμουνταν ωσάν το κυπαρίσσι.
Η καταστολή συνεχίζεται τον 19ο αιώνα. Το οθωμανικό σχέδιο έχει ως εξής: Να εγκαταστήσουν Τούρκους μεγαλοκτηνοτρόφους περιμετρικά στον Ψηλορείτη για να περιορίσουν τον ζωτικό χώρο των ατίθασων επαναστατών. Να ελέγχουν την καθημερινότητά τους με καταφρονητικές επισκέψεις αγάδων και γενιτσάρων. Έτσι, σε ασφυκτικό κλοιό, αναγκαστικά θα σβήσει ο πυρήνας της ελληνογενούς ελευθερίας. Αλλά οι Ανωγειανοί, άλλως σκέπτονται.
Είδαμε ήδη την εξόντωση του Ντερβίς Αγά και του Ασάνη. Οι κληρονόμοι του Ασάνη πούλησαν το βοσκοτόπι της Ρουσαλίμνης στους Βρέντζηδες κι έφυγαν.
Ήρθε μετά ο Λουμάν Αγάς από τον Καμαριώτη με τον μοναχογιό του τον Αχμέτ και εγκαθίστανται στην τοποθεσία Καλοκαιρινό κι Απάτες. Ο Αχμέτης αποφάσισε να ασκήσει το δικαίωμα της πρώτης νύχτας σε ένα γάμο στο Μετόχι. Ώρα 12 διέταξε να διαλύσει το γλέντι των γκιαούρηδων και ζήτησε την νύφη. Οι Φιλικοί μας, ήξεραν και είχαν προετοιμαστεί. Μαζί με την νύφη, υποδέχθηκαν τον αισχρό Αχμέτ και τρεις Ανωγειανοί και τον ευνούχησαν. Πέθανε σε λίγες μέρες χωρίς να αποκαλύψει την ντροπή του. Φεύγει και ο Λουμάνης.
Ο Γιουσούφης Αγάς από τον Αμυγδαλιά Μυλοποτάμου, εκτελείται από τον Χαχάλα Πασπαράκη, με σχέδιο αποφυγής αντιποίνων.
Έρχεται ο Τουτουντζής Αγάς του Βενιού με τις ίδιες αισχρές διαθέσεις στα Ανώγεια. Ο Δακαναλογιάννης ή κατ’ άλλους ο Παπά Ντοάμας, ήταν υπερφυσικά χειροδύναμος. Υποδέχθηκε τον Τουτουντζή με εικονικό ενθουσιασμό. Τον αγκάλιασε ασφυκτικά μέχρι συνθλίψεως και πέθανε αργότερα.
Ο Σμπωκοβασίλης εξόντωσε δύο γενίτσαρους στα όρη και ο Ξετρύπης έριξε τον Καρά Νταή στου Καραντάλη τον τάφκο. Ο Παπαδαντώνης εξουδετέρωσε τον Ατζέμη. Και ο Γεώργιος Σαλούστρος τον φοροεισπράκτορα Μασαούτη. Ο Τούρκος Γαβράς επούλησε το μιτάτο του στον Παπαδογιαννάκο. Και οι Αξικοί Αγάδες την αποστροφή της Κουτσιάς στους Καλλέργηδες. Με τούτα και με ‘κείνα…”εκόψαν την γενιτσαριά το χίλια οχτακόσια” που λέει το τραγούδι.
Αφότου απέτυχε οικτρά η εδραίωση μουσουλμάνων βοσκών στον Ψηλορείτη, επιστρατεύεται η διοικητική πρακτική. “Το χίλια οκτακόσια έτος το εβδομήντα εκάμαν οι Ανωγειανοί η το Νταβά τση Νίδας…”. Δηλαδή, ένα χρόνο μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του 1866-1869. Τι ήταν ο Νταβάς, η αντιδικία της Νίδας; Ήταν η απόπειρα της οθωμανικής διοίκησης να αφαιρέσει από τους Ανωγειανούς ως αντίποινα, το σπουδαιότερο βοσκοτόπι τους, την Νίδα. Δηλαδή, να περιορίσει καίρια την παραγωγική βάση των ηττημένων επαναστατών.
Τότε ανέλαβε δράση ο παπά Μιχαλάκης ο Σκουλάς. Γιος της ωραίας Φανής που γλίτωσε του Ντερβίση, και ο ίδιος που ως δασκάλι είδε τον Παπά Γιάννη να κρέμεται ωσάν το κυπαρίσσι. Πρωτοστάτησε ευέλικτα στον “Νταβά της Νίδας”, με την γνωστή νικηφόρα έκβαση.
Έτσι, εδραιώνεται αμετάκλητα ένας ελεύθερος και δυνατός πυρήνας στον Ψηλορείτη. Ένας πόλος ικανός να εμπνέει και να εξάγει δράση στην κεντρική Κρήτη. Οι Ανωγειανοί δρουν συντονισμένοι με τα γυροχώρια, τους Μυλοποταμίτες και τους Μαλεβυζώτες. Να μνημονεύσουμε τον Κούβο τον Σωπασή από τα Λιβάδια, τον Παπά Κόκκινο από την Κράνα, τον Μελίτακα τον Μαυρογιάννη από τα Ζωνιανά, τον Ηρακλή Κοκκινίδη από το Κεραμούτσι, το Μαστραχά από τη Γέργερη.
Ξεσπά η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869. Οι Ανωγειανοί πρωτοστατούν και μάχονται με τους υπόλοιπους Κρητικούς. Δεύτερο ολοκαύτωμα των Ανωγείων από τον Ομέρ τον Γενάρη του 1867. Οριακά γλιτώνει τους χωριανούς από την γενική σφαγή ο Παπά Μιχαλάκης. Και που να σταθούν οι έρημοι οι ελευθερόφρονες; Ενδεείς και πρόσφυγες!
Σε ημερήσια διαταγή του προς τους κατοίκους του Μυλοποτάμου, ο Αρχηγός της Επαρχίας, Μιχάλης Σκουλάς γράφει:
“Συνεπαρχιώτες, δεκαεπτά μήνες συμπληρούνται ήδη, αφότου εξακολουθήσαμεν τον αγώνα των πατέρων μας κατά του βαρβάρου Δεσπότου. Έκτοτε είδομεν μετά μεγίστης πατριωτικής ευχαριστήσεως, ότι προθύμως ετρέξατε, όπου το καθήκον και η φωνή της πατρίδος μας εκάλεσεν. Εις τα πρόθυρα της Ρεθύμνης και του Ηρακλείου εδείξατε ότι η Επαρχία ημών, ανδρείως και ηρωικώς ανθίσταται. Ο ηρωισμός ημών απεδείχθη και επαινέθη. Εις τας μάχας του Μαλεβυζίου, Λασιθίου και Σφακίων, προθύμως εδράματε και ηγωνίσθητε ανδρείως και καρτερικώς, μετά των λοιπών αδελφών μας. Επαλέψατε με αξιοθαύμαστον αντοχήν κατά των εχθρών, των στερήσεων, της πείνας και του χειμώνος. Οι προσφορές και οι υποσχέσεις του εχθρού της πίστεως και της πατρίδος, ουδένα ημών εδελέασαν. Με υπερηφάνια δικαίως καυχώμεθα ότι ουδείς Μυλοποταμίτης περιεβλήθη το άτιμο όνομα “Μουτής”, (σ.σ.δηλαδή υποταγμένος). Συνεπαρχιώται, ευγνωμονούντες υμάς εν ονόματι τη Πατρίδος, σας συνιστώμεν ομόνοιαν, καρτερίαν και επιμονήν. Οι αγώνες ημών θέλουν στεφανωθεί δια των στεφάνων της Ελευθερίας. Εν Επισκοπή, τη 20η Δεκεμβρίου 1867. Ο Αρχηγός.”
Και όταν ο αδερφός του αρχηγού, ο Μανώλης ο Σκουλάς του Αναγνώστη, ο γαριβαλδινός δάσκαλος, “δίδει του μπαρουτιού φωτιά” στην πυριτιδαποθήκη του Αρκαδίου. Και όταν και ανατινάσσεται με τους συναγωνιστές του, είναι ανθός και καρπός αυτής ακριβώς της ηθικής. Και αυτού ακριβώς του σθένους. Και αυτής ακριβώς της φωτισμένης παιδείας. Και αυτής ακριβώς της ιστορικής προεργασίας και παράδοσης. Και είναι το Αρκάδι του 1866 που κάνει τελεσίδικα αναπόδραστη την ελευθερία της Κρήτης.
Οι τιτανομαχίες των Ανωγειανών, συνεχίζονται σε κάθε επόμενη επανάσταση της Κρήτης, έως την τελευταία την τυχερή του 1896-1897. Ένας στίχος περιγράφει την επιθετική ορμή τους : “Σαν τα γεράκια χύνουνται, σαν τα πουλιά γλακούνε οπίσω τσοι ζυγώνουνε στη γιούργια τσοι λαλούνε...”. Μέσα κι έξω τους, η “Τίγρη” του Ψαραντώνη. Κάντε το εικόνα.
Ο Τζιτζής ο Ξυλούρης, ο Μπότσαρης των Κρητικών επαναστάσεων μάχεται, ο ατρόμητος Σμπωκόκωστας βρυχάται, ο Νικόλας ο Κονιός σπεύδει, ο Ζωνός ο Μανουράς πανταχού, ο Γρηγόρης ο Σπιθούρης και ο Γιώργης ο Νιώτης συνδράμουν. Ο Γιώργης, ο Σκουλάς στέκει στην αρχηγία των επαναστάσεων στο Μυλοπόταμο, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έως τέλους.
Μνήσθητι των τουρκομάχων, Ζαφείρας Μανουρά και Δραμουντάνας, Μιχαήλ και Βασιλείου Πλεύρη, Πέτσου και Παπά Γιάννη Δακανάλη, Κωνσταντίνου και Νικόλα Σταυρακάκη, Γεωργίου Σαλούστρου, Χαιρετόκωστα, Εμμανουήλ Σκανδάλη, Δραμουντανοπατέρα, Ιωάννη Κεφαλογιάννη, Δημήτρη και Γιαννάκου Σμπώκου, Σουβλή και Ψαράκη Ξυλούρη, Σπιταλιώρο και Βεϊση Καλλέργη, Τζαβέλα και Παπαδαντώνη Σκουλά, “και ον έκαστος κατά διάνοιαν έχει”, όπως λέει η Εκκλησία μας. Παραπέμπτω στο σπουδαίο έργο του πρώην Δημάρχου κ. Γεωργίου Σμπώκου, μείζονα πηγή των εδώ πληροφοριών.
Μετά το 1883, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, οι Ανωγειανοί δεν πληρώνουν φόρο στον Σουλτάνο. Μαζεύουν όμως τις εισφορές και ανεγείρουν το πρώτο τους δημοτικό σχολείο στο Αρμί. Με πρόταση του Σμπωκόκωστα, του ίδιου που έλεγε “Διάλυση τση Βουλής και μπάλα του Σουλτάνου!”. Ελευθερία και Παιδεία. Προσανατολισμός σαφής και φιλοπρόοδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1898 – 1944.
Και έρχεται η Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, η οποία πολιτικοποιεί το χωριό. Και μετά ξεσπούν οι Βαλκανικοί Πολέμοι. Τρία εθελοντικά σώματα Ανωγειανών, ένα έκαστο με επικεφαλής τον Κουντομιχάλη Κεφαλογιάννη, τον Αθανάση Σκουλά και τον Γεώργιο ή Γκούγκο Σκουλά αντίστοιχα σπεύδουν στα μέτωπα της Ηπείρου και της Μακεδονίας. 15 χρονών εθελοντής έπεσε ο Αριστείδης Καλομοίρης, του γέρο Ντουλγκέρη.
Οι χωριανοί, ακολουθούν σύψυχοι την δεκάχρονη πορεία από το Σαραντάπορο ως στον Σαγγάριο και πάλι πίσω. Με μυριάδες θαυμαστές ατομικές ιστορίες. Υπακούνε στην λογική της διάκρισης. Και ξεχωρίζουν “ωσάν τα μήλα τση καλής μηλιάς”. “Και παν και πάνε και σ’ αναζητάνε…από λιβάδια μ’ ασφόδελα περνάνε ….Την πέτρα στύβουν, χορταίνουν, ξεδιψάνε…..Ώρα τους καλή, Ώρα τους καλή...” που λέει κι ο Ψαρονίκος.
Εβδομήντα οχτώ Ανωγειανοί εξάπλωσαν στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας, “δίχως χεράκια για να πιουν, πόδια για να χορέψουν…”.Τι απ’ αυτά να πρωτοχωρέσει μια ομιλία;
28 Οκτώβρη του 1940.
Νέες εποχές, νέα μέσα, νέοι εχθροί, καινούρια καλέσματα. Το σθένος και η ελευθεροφροσύνη τα ίδια. Η μια γενιά στον τόπο μας, δίνει την σκυτάλη της θουκιδίδειας ευψυχίας στην άλλη και πάμε παρακάτω.
Εισβάλλει ο φασισμός της Ιταλίας στην Ήπειρο και κηρύσσεται ο πόλεμος. Επέψανε από το χωριό ένα κοπέλι, το Λυκούργο του Χαιρετοβασίλη, να πει το κακό μαντάτο στο μιτάτο στο Ρούβα. Έφταξεν αλαφιασμένο στα φρούδια του Σκοίνακα και εφώνιαζεν από απόσταση. Εξεσμηλιωθήκανε οι Χαιρέτηδες. Έφυγε τρεχαπετάμενος ο Στεφανής να σιμώσει να ιδεί τι λέει το κοπέλι, ανάστατο. “Ίντα συμβαίνει;” το ρωτά, ως έφταξε: “Πόλεμος εκηρύχθηκε και πρέπει να κατεβείτε στο χωριό. Να πάτε στο μέτωπο!” “Έτονα μωρέ Λυκούργο ήτονε και εσκάσαμε;...” απαντά ο Στεφανής ξελαφρωμένος.
Το ανάστημα, το πατριωτικό σθένος και η ελευθεροφροσύνη δεν αποδίδονται πιο συνοπτικά. Δεκαεννιά Ανωγειανοί, πεσμένοι στης Αλβανίας τα βουνά που λέει και το μοιρολόγι…
Έρχεται κι ο Μάης του 1941. Κατά την αρχαία παράδοση, σπεύδουμε “υπέρ βωμών και εστιών”. Εχθρός τώρα είναι ο γερμανικός ναζισμός. Κατεβαίνουν οργανωμένα σώματα περί των εκατό Ανωγειανών στα Ρεθεμνιώτικα και στα Καστρινά και συμμετέχουν στην Μάχη της Κρήτης.
Και ποιο ήταν το στράτευμα των εθελοντών; Ενδεικτικά: Ο Πατάρης, ο Ξετρύπης και οι Παπαδιοί που εξεκληριστήκανε στον πόλεμο ως οικογένειες. Ο Παλιολαδίτης κι ο Καλομοιρονικόλας, ο Ευριπίδης κι ο Παλιάτσος, οι Ανδρεαδάκηδες Φασαλός και Μερακλής, ο Βιτωρογιάννης κι ο Τρουλογιώργης, ο Χρονοπέτρος κι ο Θράμπαλος, ο Ντερτζογιώργης κι ο Σαμολομανώλης, ο Καρτσώνης κι ο Καλλεργογιώργης, ο Γκεγκρέζος κι ο Τζαβελάκης…Δεν ήταν αγαλματοποιημένοι υπεράνθρωποι. Ήταν συνειδητοποιημένοι ανθρώποι της διπλανής πόρτας …”Απλοί ανθρώποι του χωριού μας, μα είχαν αξία… “, που έλεγεν κι η μάνα μου.
Κλαίμε μαχητές στο Λατζιμά, στη Χανιόπορτα και στου Αγάκο το Μετόχι. Τα αδέλφια Μανώλης και Γιάννης Μανουράς από τα Σίσαρχα με ένα οπλοπολυβόλο κρατούν μια ολόκληρη μέρα τους Γερμανούς στα Περιβόλια έξω από το Ρέθυμνο, με θύμα τον πρώτο. Θυσία στην Μάχη της Κρήτης, εικοσιπέντε Ανωγειανοί νεκροί και τραυματίες.
Σε ελάχιστο χρόνο από την κατάκτηση, όταν ο φασισμός ελαύνει και σκέπει την Ευρώπη, συγκροτείται η Αντίσταση στα Ανώγεια. Το καλοκαίρι του 1941, ο παπά Γιάννης Σκουλάς του Κανόνη ορκίζει, ευλογεί και εντάσσεται σε αντιστασιακούς πυρήνες που συναντώνται διαδοχικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Στεφανογιάννη και το Στεφανογιώργη Δραμουντάνη, τον Χριστομιχάλη Ξυλούρη, τον Αεροπόρο Σταυρακάκη, τον Σμπωκοχριστόδουλο, τους γιατρούς Μανούσο και Κουνάλη, τον Ζωνογιώργη Μανουρά, τον Γαρτζόλη Καλλέργη, τον Γληγορογιάννη Χαιρέτη, τον Τσουρόκωστα Κεφαλογιάννη, και τους Καπετανολευτέρη, Αθανάση και Φρουδά Σκουλά.
Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά τον Ζερβουδάκη, είναι ίδιες ακριβώς οι διαδικασίες και ίδιες οι στοχεύσεις. Είναι σπουδαιότατη η κοινωνική παράδοση και το ιδεολογικό μπόλιασμα ενός τόπου. Διότι, όλα τα ιστορούμενα δεν απέχουν πάνω από τρεις ή τέσσερις γενιές ανθρώπων από το 1821 ως το 1940 καθώς και από τότε έως σήμερα.
Μεταξύ πρώτων στον νέο “Υπέρ πάντων αγώνα”, οι Ανωγειανοί. Καταφεύγουν πάλι στο χωριό οι διωκόμενοι των άγριων Κρόνων. Αυτοί που όρθωσαν το ανάστημά τους κατά της τυραννίας. Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί φυγαδεύονται στην Μέση Ανατολή. Οι Ανωγειανοί είχαμε σοβαρό μερίδιο θυσίας στους 62 Μάρτυρες του Ηρακλείου. Τους Κουτεντάκηδες Παύλο, Μανώλη και Μιχάλη καθώς και τον Γιώργη τον Σκουλά, το δικηγόρο.
Οι πολιτικές τάσεις κάθε εποχής έχουν απήχηση στο ζωηρό τόπο μας. Έτσι συγκροτούνται δύο ένοπλες ομάδες. Η Εθνική Αντιστασιακή Οργάνωση Ρεθύμνης “Ο Ψηλορείτης” και η οργάνωση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ της Αριστεράς. Δρουν καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής. Προσφέρουν αξιοθαύμαστες υπηρεσίες στην τοπική Εθνική Αντίσταση και στον αγώνα των Συμμάχων. Και πάντα σε συντονισμό με τις λοιπές αντιστασιακές οργανώσεις στο νησί.
Οι Γερμανοί θεωρώντας την ορεινή περιοχή των Ανωγείων ανταρτοκρατούμενη, την κήρυξαν απαγορευμένη ζώνη. Οι Ανωγειανοί, και από ανάγκη επιβίωσης, δεν το σεβάστηκαν. Λεηλασίες, απαγωγές και εκτελέσεις τα αντίποινα στις επιδρομές, ιδίως τον Αύγουστο του 1943.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1944 οι Ναζί συλλαμβάνουν σε κλοιό του χωριού και εκτελούν τον αρχηγό της ομάδας “Ψηλορείτης”, τον εξέχοντα Στεφανογιάννη Δραμουντάνη. Ισχυρότατη παραμένει στην συλλογική μνήμη η θυσία του. “Καμάρι των Ανωγειανών, στολίδι στο Μεϊντάνι, του Ψηλορείτη γέννημα, αϊτέ Στεφανογιάννη!” Το προ ετών μουσικό μνημόσυνο στην μνήμη του, μέσα στην εκκλησία του Αη Γιωργιού, έχει πάνω από μισό εκατομμύριο προβολές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η αντιστασιακή δράση του χωριού, δεν περιστέλλεται. Συνεχίζεται, καθώς σύντομα και μέχρι την απελευθέρωση αναλαμβάνει το τιμόνι ο μετρημένος Χριστομιχάλης Ξυλούρης, παλαίμαχος της Μικρασίας στο 5/42 σύνταγμα με τον Πλαστήρα. Ενδεικτική δράση: οι μάχες στη Μύθια, στ’ Αξίπετρα και στην Φοινικιά αλλά και η έντιμη φρούρηση του τομέα της πόλης του Ηρακλείου. Ούτε παύει φυσικά η καταστολή του κατακτητή.
Την 7η Αυγούστου 1944, ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ εξουδετερώνει και συλλαμβάνει τον Γερμανό λοχία Ολενχάουερ ή Σήφη, φρούραρχο του Γενί Γκαβέ και την οκταμελή φρουρά του. Η μάχη δόθηκε στην περιοχή Σφακάκι. Είχε αποτέλεσμα την αναίμακτη απελευθέρωση ενενήντα οκτώ Ανωγειανών ομήρων. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Σμαιλομανώλης ο Μανουράς. Συμμετείχαν ο Νταρολευτέρης Αεράκης, ο Κωνσταντίνος Καφατσής, ο Γύπαρης Μανουράς, ο Γεώργιος Ξημέρης, ο Χαράλαμπος Φρυσάλης, οι τρεις Νταγιαντάδες, ο Λαμπρινομανώλης, ο Νταγιαντομανώλης, κι ο Περβολιός και οι τρεις Πασπαράκηδες ο Θοδωροπέτρος, ο Δημοσθένης και ο Γιαννιός τση Χρόναινας .
Αντίστοιχα, το Σαμποτάζ της Δαμάστας πραγματοποιήθηκε την 8η Αυγούστου 1944 στον κεντρικό τότε δρόμο της Κρήτης. Τελέστηκε από ομάδα ανταρτών της οργάνωσης “Ψηλορείτης” υπό την ηγεσία του Νικολάου Σταυρακάκη ή Αεροπόρου. Αποτελούνταν από τον Νταμπακομανώλη Σπινθούρη που τραυματίστηκε σοβαρά, τον Κανονολευτέρη Σκουλά, τον Κωστακογιάννη και τον Γεώργιο Σμπώκο, τον Κουντόκωστα Κεφαλογιάννη και τον Μανώλη Κοντόκαλο μαζί με 5 Ρώσους συμπολεμιστές τους και προκάλεσαν θάνατο και ζημιές στους κατακτητές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ.
Έχει σωρευτεί πολύ δράση έως τον Αύγουστο του 1944. Τώρα, οι Γερμανοί θέλουν να αποσυρθούν ανενόχλητοι στα Χανιά, δεδομένης της κατάρρευσης των γραμμών τους παντού στην Ευρώπη.
Εκδίδεται η γνωστή διαταγή του Στρατηγού Διοικητή Κρήτης, Χένρυ Μίλλερ. Και χιλιάδες Γερμανοί κυκλώνουν από τέσσερα σημεία τα Ανώγεια. Στις 13 Αυγούστου 1944 αρχίζουν το μακάβριο έργο των εκτελέσεων, της λεηλασίας και της καταστροφής.
“Λουλούδια μην ανθίσετε, πουλιά μην κελαηδείτε, τ΄ Ανώγεια καίνε οι Γερμανοί και να τα λυπηθείτε.” Όποιος ακροάται τον Νικηφόρο τον Αεράκη, να τραγουδεί αυτούς τους στίχους, αυτός καταλαβαίνει πώς μπορεί να υπάρξει βαθιά οδύνη χωρίς ίχνος κακομοιριάς. Τούτο είναι το θεμελιώδες αίσθημα υψηλοφροσύνης τούτου του τόπου. Κι άλλος δεν μπορούσε να το αποδώσει καταλληλότερα από το “Λυράκο” μας…
Οι Γερμανοί πρώτα απομάκρυναν τις 2.500 χιλιάδες γυναικόπαιδα που βρέθηκαν στο χωριό μαζί με ελάχιστους γέροντες. Τους οδηγούν πρόσφυγες στα φιλόξενα χωριά του Μυλοποτάμου. Οι άντρες είχαν καταφύγει στα λημέρια των ανταρτών, μετά από έγκαιρη προειδοποίηση. Δεκαπέντε περίπου ημέρες κράτησε η αποψίλωση από κάθε υλικό αγαθό και η καταστροφή των Ανωγείων. Τα κοπάδια κουρσεύονται, οι ανεκτίμητες προίκες των γυναικών αφανίζονται. Τα άφθονα αγαθά λεηλατούνται. Τα σπίτια καίγονται. Στην συνέχεια γκρεμίζονται με δυναμίτη οι τοίχοι. Μέσα καταπλακώνονται όσοι άρρωστοι και αδύναμοι δεν μπόρεσαν να μετακινηθούν.
Το σπίτι του Αλμπατομύρο του Πασπαράκη στέκει δίπλα στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Η ανατίναξή του θα έφραζε την διαδρομή της λεηλασίας. Παρατηρεί από μακριά ο Αλμπατομύρος το σπίτι του να στέκει όρθιο και πέφτει σε βαθιά στεναχωρία. Όσο περνούν οι μέρες, δεν το χωρεί ο νους του. Να στέκει αχάλαστο την ώρα που ξεθεμελιώνεται το χωριό με τις αντιστασιακές περγαμηνές. Μαύρες σκέψεις τον ζώνουνε. Το ενδεχόμενο ταύτισης με τον ναζισμό, τον ανατριχιάζει. “Και την τελευταία μέρα, διηγάται η κόρη του η Μηναδοβασίλαινα, έρχεται πασίχαρος και εχόρευγε και εφώνιαζε και μας έλεγε: Εχαλάσανε το σπίτι μας, εχαλάσανε το σπίτι μας… Έπαιζε πήδους και έφεγγε από τη χαράν του”.
Ακούσατε ποτέ άνθρωπο να πανηγυρίζει την καταστροφή του σπιτιού του; Αυτά γίνονται, όταν το φιλότιμο κατανικά την ιδιοτέλεια. Τούτα, γίνονται συχνά εδώ. Όσο εγείρονται τέτοια αισθήματα, ο τόπος δεν φοβάται.
Τιμωρό χέρι για τον αιμοσταγή δοσίλογο τον Μαγιάση, έγινε ο Τηγανίτης ο Βρέντζος, παγκρήτιο σημείο αναφοράς και παραδειγματισμού.
Τίποτα σχεδόν, λοιπόν, δεν έμεινε όρθιο στο χωριό. Και τα φιλόξενα μιτάτα της Αντίστασης, είχαν κι αυτά τον τιμητικό τους δυναμίτη. Στις τρεις εκκλησίες αποθηκεύονταν η λεία. Δεν πιάστηκε άντρας μικρός ή μεγάλος στις μαύρες εκείνες μέρες μέσα και γύρω από το χωριό που να μην εκτελεστεί.
Από θαύμα και παράτολμα γλιτώσανε οι μετέπειτα φαμελιάρηδες του χωριού μας. Ενδεικτικά, ο Αλισαβογιάννης ο Σουλτάτος, ο Ρουλομιχάλης, ο Δαμιανοστεφανής, ο Θοδωροβασίλης ο Κουνάλης, ο Σμπωκογιάννης, ο Σπαχομανώλης, ο Γιάγκος του Μάνωλα κι ο Μίχαλος του Γρυλιό.
“Ήρθαν τσ΄ Αιγύπτου τα πουλιά για να παραθερίσουν, στ’ Ανώγεια δεν ευρήκανε τοίχους φωλιές να χτίσουν”
Για τρίτη φορά στην ιστορία τους, οι Ανωγειανοί βαδίζουν καρτερικά τον δρόμο της προσφυγιάς και του μαρτυρίου. Δέχονται αγόγγυστα το αίμα και τον μόχθο ως θυσία για την Λευτεριά. Το θεωρούν σαν επιβεβλημένο και αναπόφευκτο. Σαν κάτι που έπρεπε να γίνει, και που δεν υπήρχαν μονοπάτια για την αποφυγή του.
Έτσι τους είχε διδάξει, η λατρεία στην Λευτεριά και η μακραίωνη ιστορία τους, γεμάτη αγώνες και ολοκαυτώματα.
Όμως, όσα λένε οι αυτόπτες των συμβάντων, δεν τα λένε όλες οι γραφές.
Ακούστε την Μπαμπακιούδαινα Ξυλούρη να λέει το δράμα της:
“Ήρθανε οι Γερμανοί στο σπίτι μας στο Περαχώρι και μας ελέγανε: «Παρτί, έξω.».
Εγώ επήρα ρούχα από την κασέλα κ’ εγέμωσα ένα σακί. Και σηκώνω το σακί και βγαίνω όξω, στην πλατέα στο Λιβάδι.
Και γροικώ τα κοπέλια κι ελέγανε:
– Εσκοτώσανε το Στεφανή του Μπαμπακιό στην Τσούρα.
Επήγα στην Τσούρα και θωρώ το κοπέλι μου σκοτωμένο, οχτώ χρονώ ήτονε.
Το βάνω στην ποδιά μου κι ετρέχανε τα μάθια μου δάκρυα, ωσαν τη βρύση. Τα δάκρυα επέφτανε απάνω στο πρόσωπό ντου. Με τα δάκρυα μου, του ‘πλυνα τα αίματα από το πρόσωπο. Και το σκούπιζα με τη χέρα.
Ήρθε ένας Γερμανός και μου λέει: «Παρτί!».
Εγώ έσφιγγα το κοπέλι στην αγκαλιά μου και δεν ήθελα να φύγω.
Ήρθανε κι άλλοι Γερμανοί. Ένας μου ακουμπά το τουφέκι στο κούτελο.
– Σκότωσέ με, του λέω.
Επήρανέ μου το κοπέλι από την αγκαλιά και με πετσοσύρνανε και με πάνε στο Λιβάδι. Ίντα θελα κάμω που είχα άλλα δυο μικιά κοπέλια κι ετοιμόγεννη το τρίτο;”
Ακούστε το Χουμά τον Σκουλά να ιστορεί τον χαμό, την ταπείνωση και την απόλυτη στέρηση. Παρατηρήστε και την σχέση με τα ζωντανά.
“Τον Αύγουστο του 1944, ήρθανε Γερμανοί στο μιτάτο μας στο Ρούσσο Σπηλιάρι. Εσκοτώσανε το σκύλο μας – Λιοντάρι τον ελέγαμε . Επήρανέ μας και χίλια ογδοήντα ζα. Και πιάνουνε την Όλγα μας δέκα έξε χρονώ και την αξαδέρφη μου, την Αντρονίκη του Μεκιάνη, δέκα εφτά χρονώ. Και τσι λαλούσανε με τα ζα, και τσι πάνε στον Κρουσώνα.
Εβάλανε τσι κοπελιές σ΄ έναν αμάξι μαζί με τα ζα φορτωμένα και πάνε στον Άγιο Μύρο. Ένας τράγος έφυγε μέσα από τ’ αμάξι. Και βάνουνε τσι κοπελιές μέσα σ’ ένα Γερμανικό σταθμό.
Κάθε βράδυ βιάζανε τσι κοπελιές και τσι βασανίζανε. Οι κοπελιές εσκληρίζανε και τσι γροικούσανε οι Αγιομυριανοί. Μια νύχτα, τσι βγάλανε όξω από το χωριό και τσι τουφεκίσανε.
Ο τράγος που έφυγε, επήγε και στάθηκε απάνω από τσι σκοτωμένες κοπελιές. Αγιομυριανοί είδανε τον τράγο κι έστεκε και ξάνοιγε τσι κοπελιές. Εγυρίσανε στον Άγιο Μύρο και το ‘πανε του Πέτρου Σταυρακάκη, του Καραμουζομιχαλιό του γαμπρού. Και πάνε και τσι θάφτουνε.
Ο τράγος δεν έφυγε, μονό ετριγύριζε έκεια που θάψανε τσι κοπελιές. Πάνω στσι σαράντα μέρες, εμήνυσε ο πατέρας μου του Πέτρου να φέρει τον τράγο, να τονε σφάξομε στο μνημόσυνο των κοπελιδιώ.
Δεν ήτανε να τονέ σφάξομε! Μα, ίντα θελά κάμομε, που δεν μας εφήκανε μούδε στο έλεός σου Θέ μου. Ένας ζωνός μαξελάτος ήτανε…”
Ακούστε και έναν τραγικό πατέρα.
Μάης του 1944. Γίνονται αντίποινα για την απαγωγή Κράιπε. Οι Γερμανοί συνέλαβαν μαζί με πολλούς πατριώτες τον γιο του Πιτοπούλιο και άλλους πέντε Σκουλάδες που χάθηκαν. Με λύτρα πήγε στη φυλακή της Αγιάς ο Πιτοπούλιος προσπαθώντας να τους σώσει. Απευθύνθηκε για βοήθεια στον Τζουλιαδονικόλα, παλιό του συμπολεμιστή στη Μικρά Ασία και τώρα αρχιπροδότη,. “Ένας τρόπος υπάρχει, Σκουλά, να γλιτώσει ο μοναχογιός σου, του είπε. Να γραφτεί αυτός ή ένας από εσάς στην Γκεστάμπο, συνεργάτης των Γερμανών.”
Μπείτε ως γονείς στιγμιαία στο τραγικό δίλημμα. Μα στον τόπο μας υπάρχει η παράδοση της ανιδιοτελούς αυτοκαταστροφής. Αυτής που κάνει αυτονόητα τα ολοκαυτώματα του χωριού και του Αρκαδιού. Αυτής, που συντονίζεται με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις. Εκείνες που καμινιάζουν και εξυψώνουν τον άνθρωπο, χάρην των ιδεών.
Εζύγιασε το βάρος του με την Ιστορία ο μαύρο Πιτοπούλιος. Και γυρίζει κι απαντά του κεσταμπίτη: “Ένας μας να μην ‘πομείνει, αυτό, δεν γίνεται. Χαλάλι ο μοχαχογιός μου κι άλλοι για την Πατρίδα. Και έχω κι εφτά θυγατέρες στο σπίτι, άμα χρειαστούν κι αυτές.” Με δάκρυα, μας έδειχνε την κίνηση του χεριού ο Κίκης και υπενθύμιζε τον πήχη: “Ένας μας να μην ‘πομείνει…”
“Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου. Σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου. Και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου…” Για τους βασανισμένους μας και τους νεκρούς μας, το ‘γραψε ο Νιδιώτης ο Σταυρακάκης με ευθυτενή ταπεινότητα.
Ο τελικός απολογισμός: εκατόν είκοσι δύο Ανωγειανοί έπεσαν νεκροί στην μπόρα της Κατοχής, της Αντίστασης, της Μάχης της Κρήτης. Μαζί τους και ο συμπολεμιστής μας ο Ανδρέας ο Νάθενας από τις Γωνιές. Το χωριό σωρός ερείπια και οι χωριανοί στην προσφυγιά…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΑΝΑΤΑΞΗ.
Η Πολιτεία τίμησε τ’ Ανώγεια μεταπολεμικά με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ τάξεως και τους απέδωσε τον αυτοδιοικητικό βαθμό του Δήμου, “Τιμής Ένεκεν”. Σε κάθε συναγερμό της πατρίδας, οι χωριανοί σπεύδουν πρόθυμα. Ουσιωδέστατη υπήρξε η συμβολή του Βασιλείου Μανουρά του Μιχαλογιώργη, ως ταγματάρχη και του Γιώργη Χρονιάρη, ως καταδρομέα, στη μάχη του αεροδρομίου της Λευκωσίας το 1974.
Και τραβάμε ξανά τον δρόμο της ελευθερίας, της ανοικοδόμησης, της προκοπής. Με σθένος, με αισιοδοξία, με δυναμισμό και με πάρα πάρα πολλές στερήσεις. Και με αυξημένη παιδεία χάρη στο Μιχάλη Σταυρακάκη, τον δωρητή του Γυμνασίου. Φέγγει στην ανηφόρα ο Στραβός λυράρης, ο Γιωργαντός, ο Κουρκουτάκης, οι Ψαράκηδες, ο Πολιός, κι ο Καλαθάς. Κι απής εσωπατήσαμε, κι ο Λουδοβίκος και οι νεώτεροι…
Η αρχαγγελική φωνή του Ψαρονίκο συντονίζεται με τούτη τη φλέγα πολιτισμού και αξιών, ως ανθός και καρπός τους. Ξεκινώντας από την “Ανυφαντού”, αποδίδει υψιπετώς τον “Θούριο” του Ρήγα, τους “Ελεύθερους πολιορκημένους” του Σολωμού, το “Η Παρθένος σήμερον” του Ρωμανού Μελωδού, τον “Ερωτόκριτο” του Κορνάρου και τον Βάρναλη. Και τον ανείπωτο θρήνο της Μικρασίας στο “Κατακαημένο Αϊβαλί...” Και γίνεται απόδειξη αυτοτέλειας και αυθυπαρξίας του νεοελληνικού πολιτισμού, μαζί με άλλους καλούς,.
“Την ιστορία του χωριού θα πω με λίγα λόγια, ότι το ‘κάψαν τρεις φορές μα πάλι είναι Ανώγεια.”
Ο Γιαλάφτης πιστοποιεί ότι η θουκυδίδεια ευψυχία είναι παρούσα. Ευτυχώς.
Και ο Γιώργης ο Καράτζης ορίζει τον πήχη των αξιών:
“Στο μετερίζι τσ’ ανθρωπιάς και εις τση τιμής το χρέος, έκεια θα στέκω να παντώ κι ας είμαι ο τελευταίος.”
Μακροσκελώς προσπάθησα να ιστορήσω τον αγώνα και το αίσθημα του τόπου, για 130 χρόνια. Ο Καζαντζάκης σε ένα εδάφιο της “Αναφοράς στο Γκρέκο”, εστιάζει πιο ευθύβολα.
“Στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής, ένα κρητικό περιστατικό έσωσε την ψυχή μου.
Ένας βοσκός από τ’ Ανώγεια, άκουγε τους χωριανούς του να του διηγούνται σημεία και τέρατα για το Μεγάλο Κάστρο. Εκεί λέει, βρίσκεις όλα τα αγαθά του κόσμου. Κουκιά, στιβάνια, τουφέκια, μπαρούτι, γυναίκες.
Τ’ άκουγε ο Ανωγειανός και ένα μεσημέρι πια δεν βάσταξε. Πήρε τη βέργα του κι έφταξε από τον Ψηλορείτη στο Μεγάλο Κάστρο. Ήταν ακόμα μέρα κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι. Μια δρασκελιά και θα ‘μπαινε στον Παράδεισο.
Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε. Σαν να ‘νιωσε η ψυχή αυτή, πως η πεθυμιά την είχε καβαλήσει. Πως δεν έκανε πια ό,τι ήθελε. Πως δεν ήταν λεύτερη. Εντράπηκε. Αν έμπαινε, θα ήταν αιχμάλωτος του Παραδείσου για πάντα. Ζάρωσε ο Ανωγειανός τα φρύδια, τον έπιασε το φιλότιμο. “Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω” είπε. “Δεν μπαίνω”. Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο κι έφυγε λεύτερος, πίσω στον Ψηλορείτη.”
“Χωριανός μας, Βουϊδάσκης ήτονε.”, εβεβαίωνε πασίχαρος, ο Πολομανώλης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όμως, ας μην είμαστε αιθεροβάμονες. Οι κληρονόμοι μιας βαριάς κληρονομιάς κρίνονται με τα πιο αυστηρά κριτήρια και στο παρόν και στο μέλλον. Η δόξα, η επιτυχία και η καλή εξέλιξη, ήταν πάντοτε γεωμετρημένες.
Συστηματική εργασία, παιδεία αιχμής, υψηλό φρόνημα, προοδευτική σκέψη, ηθικό πλεονέκτημα, στοχοπροσήλωση, νομιμότητα και δίκαιη αναδιανομή. Όλα ανιχνεύονται και προσωποποιούνται στο βαθύ παρελθόν που διηγηθήκαμε. Όλα επιτάσσονται για τις ανάγκες του σήμερα, του τώρα. Στο βάθος του μέλλοντος, εκατό χρόνια μετά, τα ίδια υλικά θα χρειάζεται η πρόοδος, η παινεμένη προκοπή. Πολλοί από τους νέους μας και τους απογόνους τους να το θυμούνται, ακόμα και σε ηλεκτρονικό περιβάλλον. Τούτο διότι, η φύση του ανθρώπου είναι πάντα η ίδια.
Αξιοσέβαστοι καλεσμένοι μας,
Την 77η επέτειο του ολοκαυτώματος του χωριού μας, στα 200 χρόνια από την Ελληνική Ελευθερία, σας κερνούμε στίχους του Νιδιώτη Σταυρακάκη από το ποίημα “Ανώγεια”:
Κάτω από τον ίσκιο της Νίδας
στις άγριες πλαγιές του Ψηλορείτη
αγναντεύεις την Κρήτη.
Αμπέλια και λιόφυτα δεν έχουν ριζώσει
πάνω στην γυμνή σου ράχη
μα έχουν περήφανες ριζώσει
η αντρειοσύνη, η λεβεντιά
Κει στην πλαγιά του Ψηλορείτη
ανηφορίζεις, φωτεινό αστέρι.
Στις μάντρες σου έρχονται για ν’ αποσκιάσουν
σ’ όλες τις εποχές των άγριων Κρόνων,
οι καταδιωκόμενοι Δίες
Κι όταν αλλού κιοτεύουνε
μπρος στην φοβέρα των τυράννων,
για να μην χάσουν πλούτη και βιός
εσύ αντιστέκεσαι και πολεμάς.
Πότε στα χέρια σου βαστάς τη λύρα,
πότε μαχαίρι και τουφέκι.
Τα σπίτια σου γίνονται ταμπούρια
τα μιτάτα σου λημέρια ανταρτών
Τα πρόβατά σου γίνονται σφαχτάρια
Τα κουδούνια τους καμπάνες της αντίστασης
…………………………………………..
Απ΄ τα μιτάτα των βοσκών
ακούγονται βελάσματα, κουδούνια.
Στ’ Αρμί αντηχεί ο Πεντοζάλης πηδηχτός.
Αξιότιμοι καλεσμένοι μας,
Κι άλλοι τόποι έχουνε παινέδια, και πιότερα, μα τούτα είναι τα δικά μας.
Περισσότερο αίσθημα υποδοχής, δεν ημπορούσαμε.
Σας ευχαριστούμε πολύ για την ακρόαση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- “Ανώγεια. Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους”. Γ. Σμπώκος, 1992.
- “Τα Ανώγεια στην Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση”. Κ. Σταυρακάκης, 2018
- “Τα Ανώγεια και η Ιστορία τους. Τόμος Α’ ”. Γ. Σκουλάς, 2015
- “Θύελλες και κατατρεγμοί”. Μ. Σταυρακάκης, 2000.